- κροταλίζω
- κροταλίζω βλ. πίν. 33
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κροταλίζω — και κροταλώ 1. κάνω κρότο με τη σύγκρουση κροτάλων. 2. κάνω κάτι να κροταλίσει: Κροταλίζω τη γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροταλίζω — use rattles pres subj act 1st sg κροταλίζω use rattles pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek
κροταλίσῃ — κροταλίζω use rattles aor subj mid 2nd sg κροταλίζω use rattles aor subj act 3rd sg κροταλίζω use rattles fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίζει — κροταλίζω use rattles pres ind mp 2nd sg κροταλίζω use rattles pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίζον — κροταλίζω use rattles pres part act masc voc sg κροταλίζω use rattles pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίζουσι — κροταλίζω use rattles pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κροταλίζω use rattles pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίζουσιν — κροταλίζω use rattles pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κροταλίζω use rattles pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίσαι — κροταλίζω use rattles aor inf act κροταλίσαῑ , κροταλίζω use rattles aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτάλιζε — κροταλίζω use rattles pres imperat act 2nd sg κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)